- νεκρ(ο)-
- (ΑΜ νεκρ[ο]-)βλ. ετυμολ. λ. νεκρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
ακέστρα — ἀκέστρα, η (Α) [ἀκέομαι] μεγάλη βελόνα, σακοράφα (Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4, 1, Ετυμ. Μέγα) … Dictionary of Greek
ακανθώδης — (acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που… … Dictionary of Greek
νεκράγγελος — νεκράγγελος, ον (Α) αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»] … Dictionary of Greek
νεκράνθεμο — το 1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
νεκρέγερση — η (Α νεκρέγερσις) η νεκρανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἔγερσις] … Dictionary of Greek
νεκρέγερτος — νεκρέγερτος, ον (ΑΜ, Μ και νεκρόγερτος, ον) νεκραναστημένος, εγερθείς εκ νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἐγείρω] … Dictionary of Greek
νεκραγωγός — νεκραγωγός, ον (ΑΜ) αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς μσν. (ως επίθ. τού Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, ξεν αγωγός] … Dictionary of Greek
νεκρακαδήμεια — και νεκρακαδημία, ἡ (Α) η σχολή τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀκαδήμεια] … Dictionary of Greek
νεκρανάσταση — η (Μ νεκρανάστασις) 1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση 2. η Δευτέρα Παρουσία νεοελλ. 1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση 2. αναγέννηση,… … Dictionary of Greek